- κατάχυτλον
- κατάχυτλον, τὸ (Α) [καταχέω]1. διάτρητο φορητό δοχείο με το οποίο έχυναν νερό πάνω στους λουομένους στα δημόσια βαλανεία2. (και ως επίθ.) κατάχυτλος, -ονδιάτρυτος («ἐν καταχύτλοις λεκάναισι», Φερεκρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατάχυτλον — watering pot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχύτλοις — κατάχυτλον watering pot neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)